Ξέρεις τι είναι λησμονιά;
Ξέρεις τι είναι νόστος;
Ξέρεις τι είναι πόνος;
Απώλεια;
Περνάω έξω από τη Σύρο (ή Σύρα, όπως έλεγε και ο μοναδικός Βαμβακάρης...) και ακούω τη μουσική του, τους στοίχους του, τα τραγούδια του. Και ανατριχιάζω. Πονάω. Θέλω να σηκωθώ όρθιος, να κλάψω, να χορέψω και να τα σπάσω όλα. Και αλίμονο σε αυτόν που θα μιλήσει, θα κοιτάξει και δεν θα καταλάβει.
Δεν έχουμε ιδέα... Ποτέ δεν είχαμε, αλλά και ποτέ δεν ψάξαμε. Η ζωή είναι ωραία, αλλά τα ‘χει με άλλον. Και εμένα τι με νοιάζει;
Τι με σταματάει; Είμαι τυχοδιώκτης τελικά;
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, πού πήγατε;
Γιατί μας αφήσατε να ξεχάσουμε, να λησμονήσουμε και να αφήσουμε πίσω τη μαγκιά σας και την προσέγγιση σας στη ζωή;
Ίσως κάνα δυο χρόνια πριν να τολμούσα να πω πως είμαι ρεμπέτης, όσον αφoρά τη ζωή μου, αλλά τώρα πια ξέρω καλύτερα.
Τώρα, μόνο εύχομαι να μπορούσα να ζήσω τη ζωή του ρεμπέτη, όσο μαύρη, δύσκολη, σύντομη, σκληρή και πικρή και να ήταν.
Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Κάποτε θα έπεφτε πάνω στο χαρτί, και θα ήταν μια ανάμνηση. Τώρα, είναι απλά ένα έναυσμα για να στραφώ ακόμη πιο μέσα. Υπομονή...
Κάποτε δεν θα επέτρεπα καν να ακούσω αυτήν τη λέξη – αλήθεια, δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε, μόνο 4 – τώρα τη χρησιμοποιώ συνεχώς, ως συμβουλή, ως γνώμη, ως ιδέα. Αυτό είναι πείρα, δειλία, γνώση ή απλά έτσι είναι; Δεν ξέρω πια.
Υπομονή, και όλα θα γίνουν. Πότε; Εγώ τα θέλω τώρα.
Μήπως σε αυτήν την απαίτηση ο ρεμπέτης απαντάει με τον λουλά, το τουμπεκάκι, τα όργανα και τη μεταλλική φωνή του μάγκα να ξορκίζει τους δαίμονες; Μήπως το νόημα το είχαμε βρει, και το αφήσαμε να φύγει;
Είναι μια μόνιμη επαναλαμβανομένη κατάσταση αυτή τελικά... Βρίσκεις τη λύση, τη δοκιμάζεις, την καταλαβαίνεις και τελικά τι κάνεις; Την αφήνεις να φύγει.
Καιρός να σταματήσεις, δεν είναι;
Οι νότες σιγά-σιγά σβήνουν, το μυαλό σταματάει να ταξιδεύει. Και εγώ είμαι ακόμη εδώ, αναγκασμένος να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Αλλά τη δική μου πλέον, όχι των άλλων. Γιατί ο μάγκας του βοτανικού ήταν εκεί, εντε λα μαγκεν ντε βοτανικ, και μπορούσες να τον δεις, να καταλάβεις τι είναι και τι σημαίνει να είσαι άντρας αλλά πάνω από όλα ελεύθερος.
Στα ντε μπουζουκεν ντε καμπαρε,
αλα ντε δικο μας ο καρεν,
αϊντα λα φουμεντο,
και μαστουριορε,
με τε γκομενετε ο ντεκε,
και η αγγελο,
πατημεντο,
φλόκο ντ’αργελε,
εστε μαγκας,
εστε μπελαλικ
λα τε βοτανικο ο πιο νταΐκ
και ντρεμεντρε καργα ντε μαγκεν
γιατί φτιαξαρε στο μη μου το ντε δουλιεν
(Ζαγοραίος)
Το δάκρυ δε λέει να κάνει βήμα, ούτε μέσα, ούτε έξω...
Και το μαύρο μου μπεγλέρι δεν βοηθάει. Και αν το’χω και αν δεν το’χω, το ίδιο μου κάνει. Ο πόνος δεν λέει να φύγει, και να τον μπεγλερίζεις, και να τον ποτίζεις, να τον καπνίζεις και να τον τρυπάς, να τον κοιτάς, να τον μισείς και να τον αγαπάς, ακόμα και αν τον γράφεις ή τον τραγουδάς.
Ακόμη και το σχολείο που έβγαλα, καλό δεν μου έκανε. Και γράμματα πολλά που έμαθα, τα ίδια ξέρω, και την απάντηση στην ερώτηση «ποιο έχει γίνει πρώτα, η κότα ή το αυγό;» ακόμη δεν την ξέρω.
Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα με συγχωρέσω και αν ποτέ θα αφήσω τα φαντάσματα να τσακωθούν με τους δαίμονες, μπας και δούμε μια άσπρη μέρα.
Και ξυπόλυτη που δεν ήσουν, τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις αεροπόρους και ποντοπόρους. Εγώ όμως δεν έχω λόγους να σου δώσω τίποτα. Σκουλαρίκια θα δίνω μόνο όπου θέλω εγώ, μόνο όπου νιώθω καλά. Τα χίλια χρόνια φυλακή τιμωρίας του χάρου έχουν πια ανασταλεί, και ο χαροδρέπανος ξαμολήθηκε στους δρόμους και κλάδεψε ότι βρήκε μπροστά του. Μέσα σε αυτά και την καρδιά μου, την άφησε λειψή. Αναρωτιέμαι τι με περιμένει μετά από αυτήν τη ζωή, άραγε στην κόλαση;
Και αναρωτιέμαι, θα τραγουδάω όπως η Μαρίκα, με τέτοιο πόνο και παράπονο από την καρδιά και την ψυχή, σε φωνή βουβή; Καίγομαι, καίγομαι, όμως το αξίζω, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, μέχρι να γίνει μια θάλασσα πλατιά, μια πύρινη κόλαση που θα καταπιεί την άσωτη και άπονη καρδιά μου και θα αφήσει την ψυχή μου να αναρωτιέται πού πήγε λάθος το όνειρο.
Ίσως αν σπάσω κούπες, ή αν πάρω βεργούλες. Μπορεί αν μπω στο κελί 33, ή αν ζώσω την δόλια μου καρδιά με συρματοπλέγματα βαριά. Ίσως όσοι έχουν πολλά λεφτά να πρέπει να πεθάνουν, ίσως αν τους βάλουμε φωτιά και τους κάψουμε, να βρούμε και εμείς την λύτρωση και την απάντηση στα προβλήματά μας. Αδικία, δεν είναι δικά μας, δικά μου είναι, και τα παίρνω και φεύγω.
Friday, July 18, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment